-
1 προεξειργασμένον
προεξειργασμένον, πρό-ἐξεργάζομαιwork out: perf part mp masc acc sgπροεξειργασμένον, πρό-ἐξεργάζομαιwork out: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
2 προεξεργαζομαι
предварительно разработать -
3 προεξεργάζομαι
A work out before, Nicol.Prog. in Rh.1.321 W.: [tense] pf. [voice] Pass. in pass. sense,ταύτης τῆς πραγματείας τὸ μὲν ἦν προεξειργασμένον Arist.SE 183b35
, cf. Paus.1.34.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξεργάζομαι
См. также в других словарях:
προεξειργασμένον — πρό ἐξεργάζομαι work out perf part mp masc acc sg προεξειργασμένον , πρό ἐξεργάζομαι work out perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)